Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Θεοτόκου ...

Το γεγονός της Κοιμήσεως ή Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όπως ήταν φυσικό, δεν ενέπνευσε μόνο τους μεγάλους υμνογράφους και αγιογράφους, αλλά και πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν σ’αυτό είτε ειδικές Ομιλίες είτε αποσπάσματα – αναφορές. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Στο πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» σε πολλές φάσεις της ζωής της: Ούσα Παρθένος γέννησε τον Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έμεινε Παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννησή Του. Είναι αειπάρθενος. Και όταν ως άνθρωπος απέθανε και τότε νικήθηκαν «της φύσεως οι όροι», αφού «τάφος και νέκρωσις» δεν την κράτησαν στη γή, διότι «ως ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αιώνας) αφιέρωσε στην Κοίμηση της Θεοτόκου τρία σπουδαία Εγκώμια, από τα οποία παραθέτουμε σε απόδοση στη νεοελληνική τα επόμενα αποσπάσματα:
Ω, πως η πηγή της ζωής πεθαίνοντας πηγαίνει προς τη ζωή! Ω, πως εκείνη που γεννώντας ξεπέρασε τους νόμους της φύσεως, τώρα υποτάσσεται στη φυσική τάξη και δέχεται θάνατο το αμόλυντο σώμα! Διότι πρέπει αυτό, αφού αφήσει κάτω το θνητό, να περιβληθεί την αθανασία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε την πείρα του θανάτου. Γιατί πέθανε σωματικά και με τον θάνατό του καταργεί το θάνατο και στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και τη νέκρωση την κάνει πηγή αναστάσεως. Ώ, πως την ιερή ψυχή, καθώς αποχωρίζεται από το σώμα που δέχτηκε τον Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια του τα χέρια ο Δημιουργός του παντός , τιμώντας καθώς πρέπει εκείνην, που ενώ κατά την φύση της ήταν δούλη, σύμφωνα με το ανεξερεύνητο πέλαγος της φιλανθρωπίας του και κατά το σχέδιό του την έκανε Μητέρα του, και σαρκώθηκε αληθινά κι όχι ψεύτικα. Γιατί παρακολουθούσαν, όπως λέει η Παράδοση, τα παριστάμενα τάγματα των αγγέλων και περίμεναν τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.
Ώ, τι ωραιότατη εκδημία, που χαρίζει τη συνάντηση και παραμονή κοντά στον Θεό! Γιατί, παρόλο που ο Θεός  σ’όλους τους αφοσιωμένους σ’αυτόν και τους θεοφόρους ανθρώπους έχει χαρίσει αυτό το δώρο – ναι, έχει χαριστεί και το πιστεύουμε – όμως η διαφορά μεταξύ δούλων του Θεού και Μητέρας είναι άπειρη. Επομένως πώς να ονομάσουμε αυτό το μυστήριο που σου συμβαίνει θάνατο; Αν και κατά τρόπο φυσικό η πανίερη και μακάρια ψυχή σου χωρίζεται από το τρισευλογημένο και άσπιλο σώμα και το σώμα σου παραδίνεται στην καθιερωμένη ταφή, εντούτοις δεν μένει νεκρό και δεν διαλύεται από την φθορά. Της Παναγίας η Παρθενία έμεινε απείραχτη όταν γεννούσε, όταν η ίδια έφευγε από την παρούσα ζωή το σώμα της διατηρήθηκε αδιάλυτο και ανεβαίνει σε πολύ ανώτερη και πιο θεϊκή ζωή, που δεν την διακόπτει ο θάνατος, αλλά συνεχίζει να υπάρχει στους ατέλειωτους αιώνες (Εγκώμιον Α΄ εις την Κοίμησιν,  § 10).
Και συνεχίζοντας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο ίδιο Εγκώμιο ( § 11) λέει και τα εξής:
Σε μετέφεραν από τη γή στον ουρανό άγγελοι μαζί με αρχαγγέλους. Βλέποντας την άνοδό σου τρόμαξαν τα ακάθαρτα πνεύματα που βρίσκονται μεταξύ γής και ουρανού. Κατά τη διάβασή σου αυτή ο μεν αέρας ευλογείται, ο δε αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή σου. Εσένα με ιερούς ύμνους και ολόφωτες λαμπάδες χαρούμενης γιορτής προϋπαντούνε ουράνιες δυνάμεις, σχεδόν λέγοντας «ποιά ειν’ αυτή που ανεβαίνει ανθισμένη στα λευκά, που προβάλλει σαν αυγή, όμορφη σαν φεγγάρι, λαμπερή σαν τον ήλιο»; Πόσο ομόρφηνες, πόσο γλύκανες! Είσαι σαν το αγριολούλουδο, σαν κρίνο μες στα αγκάθια, γι’αυτό σ’αγάπησαν οι νεάνιδες, τρέχουν ξοπίσω απ’το άρωμά σου. Σ’οδήγησε ο Βασιλιάς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του» (Άσμα Ασμάτων). Εκεί σε περιτριγυρίζουν οι εξουσίες, σε δοξολογούν οι αρχές, σε ανυμνούν οι θρόνοι, χαίρονται απορώντας τα χερουβείμ, δοξάζουν τα σεραφείμ εσένα που έγινες η φυσική Μητέρα του Κυρίου μας χάρη στην πραγματική φιλανθρωπία του. Γιατί δεν ανέβηκες ως τον ουρανό  όπως ο Ηλίας, ούτε «ανηρπάγης» μέχρι τον τρίτο ουρανό όπως ο Παύλος (Β΄ Κορ. 12,2). Αλλά έφτασες ως τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, όπου τον βλέπεις με τα μάτια σου και χαίρεσαι και στέκεις δίπλα του, με πολλή και ανείπωτη παρρησία.
Είσαι για τους αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις άφατη ευφροσύνη, για τους πατριάρχες χαρά χωρίς τέλος, για τους δικαίους ανεκλάλητη ευχαρίστηση, για τους προφήτες διαρκής αγαλλίαση! Τον κόσμο ευλογείς, τα σύμπαντα αγιάζεις. Για τους αποκαμωμένους είσαι ανάσα, για τους πενθούντες παρηγοριά, για τους αρρώστους γιατρειά, για τους θαλασσοδαρμένους λιμάνι, για τους αμαρτωλούς συγχώρεση, για τους θλιμμένους καλοσυνάτο στήριγμα, για όσους σε αναζητούν η πρόθυμη βοήθεια.
Στον τρίτο εγκωμιαστικό λόγο του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει και τα εξής χαρακτηριστικά για την Κοίμηση της Θεοτόκου:
Σήμερα η νοητή και έμψυχη σκάλα, με την οποία αφού κατέβηκε ο Ύψιστος «φανερώθηκε πάνω στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους» (Βαρούχ 3, 38), χρησιμοποιώντας ως σκάλα το θάνατό της μετέστη από τη γή στους ουρανούς.
Σήμερα η επίγεια τράπεζα, αυτή που τον ουράνιο άρτο της ζωής, τον αναμμένο άνθρακα της θεότητας χωρίς γάμο κράτησε μέσα της, από τη γή υψώθηκε στον ουρανό…Σήμερα από την επίγεια Ιερουσαλήμ μετατίθεται η έμψυχη πόλη του Θεού στην «άνω Ιερουσαλήμ»… και εγκαθίσταται στην εκκλησία των πρωτοτόκων. Και η έμψυχη και λογική κιβωτός του Κυρίου μεταναστεύει στην ανάπαυση του Υιού της…
Πέθανε η πηγή της ζωής, η Μητέρα του Κυρίου μου! Γιατί έπρεπε, αυτό που απαρτίστηκε από γή, να ξαναγυρίσει στη γή κι έτσι να μεταφερθεί ψηλά στον ουρανό. Αφού πήρε από τη γή την άφθαρτη ζωή, την οποία και της ξαναδώρισε, με την κατάθεση του σώματός της σ’αυτήν. Διότι έπρεπε, όπως το χρυσάφι στο χωνευτήρι, αφού αποβάλει τα άχρηστα και το βάρος της θαμπής θνητότητας, να υψώσει από τον τάφο το σώμα της άφθαρτο και αμόλυντο, για να λάμπει στο φως της αθανασίας» (§ 2,3).
Ιδιαίτερα λυρικό και βαθύτατα θεολογικό είναι και το «Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της αγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου» του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (§ 759 – 826). Να δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Τώρα λοιπόν, κλείνοντας η Θεοτόκος τα μάτια του σώματος της, ανοίγει σ’εμάς τα νοητά της μάτια σαν λαμπερά και μεγάλα αστέρια. Αυτά που ποτέ δεν έδυσαν, γιατί αγρυπνούν ώστε να παρακαλούν το πρόσωπο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Τώρα που τα θεοκίνητα χείλη της σώπασαν και δεν μιλούν πιά, ανοίγει διάπλατα το στόμα της για να πρεσβεύει για όλους τους ανθρώπους. Τώρα που μάζεψε τις γήινες αλλά θεοφόρες παλάμες της, τις εμφανίζει αφθαρτοποιημένες και υψωμένες προς τον Θεό, ικετεύοντας για όλη την οικουμένη. Αφού τώρα απέκρυψε το φυσικό και σαν τον ήλιο πρόσωπό της, ακτινοβολεί με τη φιλοτεχνημένη εικόνα της και την προβάλλει στα πλήθη για να την ασπασθούν με ευγνώμονη σχετική προσκύνηση, έστω και αν δεν το θέλουν οι αιρετικοί. Έχοντας μεταστεί στα ουράνια η πάναγνη περιστέρα, δεν σταματά να προστατεύει τα επίγεια. Παρόλο που βγήκε από το σώμα, πνευματικά είναι μαζί μας. Μπαίνοντας στους ουρανούς, εξοστρακίζει τους δαίμονες και μεσιτεύει στον Κύριο (§  2).
Και συνεχίζει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:
Όταν σκέπτομαι το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου, Παρθένε, τρομάζει από δέος το πνεύμα μου. Όταν αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεώς σου, απορεί το μυαλό μου. Όταν διηγείται το μυστήριο της εκ νέου ζωής σου, δένεται η γλώσσα μου. Γιατί ποιός είναι εκείνος που θα μπορούσε να κάνει ώστε να ακουστούν επάξια όλοι οι έπαινοί σου, να περιγράψει όλα τα θαύματά σου; Ποιός νους υψιπέτης θα τα διακηρύξει; Ποιά γλώσσα γλαφυρή θα πει τα σχετικά μ’εσένα, θα παραστήσει τα δικά σου, θα προβάλλει τα λόγια σου, ή θα περιγράψει τις θαυμάσιες τελετές, πανηγύρεις, εορτές, διηγήσεις, εγκώμια, αφού και για το παρόν μυστήριο (της κοιμήσεώς σου) αδυνατεί να το πράξει, αποτυχαίνει, επικρίνεται;
Διότι ακριβώς υπερέχεις, υπερτερείς, είσαι ασύγκριτα ανώτερη στο ύψος και το μέγεθος από τον ανώτατο πόλο, στην αγνότητα από τη λάμψη του φωτός του ήλιου, στην οικείωση της παρρησίας από την αγγελική τάξη και γενικά από όλη την άϋλη και λογική ουσία των νοητών και νοερών δυνάμεων (§ 5).
Σχετικά με την αναγκαιότητα της Κοιμήσεως, άλλος μεγάλος άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας,Νικόλαος ο Καβάσιλας (1322 – 1391/96 περίπου), στην Ομιλία του «Εις την πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας δεσποίνης ημών και παναχράντου Θεοτόκου» γράφει χαρακτηριστικά (§  12):
Ήταν ανάγκη να χωριστεί η πανάγια αυτή ψυχή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, ενώνεται το δεύτερο φως με το πρώτο. Αλλά και το σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γή, έφυγε κι αυτό μαζί με την ψυχή της. Γιατί έπρεπε να διαβεί απ’ όλους τους δρόμους απ’ τους οποίους πέρασε και ο Σωτήρας, να λάμψει στους ζωντανούς και τους νεκρούς και με όλα αυτά να εξαγιάσει την (ανθρώπινη) φύση και να πάρει κατόπιν τη θέση που της αρμόζει. Έτσι λοιπόν δέχθηκε το σώμα της για λίγο ο τάφος, αλλά δέχθηκε και ο ουρανός την καινή εκείνη γή, το πνευματικό σώμα, το θησαυρό της ζωής μας, που είναι σεμνότερο απ’ τους αγγέλους και αγιώτερο απ’ τους αρχαγγέλους. Έτσι ξαναδόθηκε ο θρὀνος στο βασιληά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φώς, το δέντρο στον καρπό, η Μητέρα στον Υιό, αντιπρόσωπος του ανθρώπινου γένους καθόλα άξια.
Και τέλος, ο άγιος Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, ο Ευγενικός (1392-1444/45), σε μια αποστροφή λόγου του λέει τα εξής χαρακτηριστικά:
Νέκρωσιν η της ζωής μητέρα δέχεται, και τάφῳ τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τῳ Υιῷ συμβασιλεύουσα και αιτούσα την των πταισμάτων υμών άφεσιν.
Περισσότερα στο βιβλίο-Η ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ.
(Μεταφορά από το http://dosambr.wordpress.com)

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Παρακλητικοί κανόνες «Μικρός και Μέγας» – αειμνήστου Ιωάννου Φουντούλη

Αναμετάδοση από http://www.orp.gr (blog Ορθόδοξη Πορεία)

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας. Η μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως, της μνήμης της Θεοτόκου, που ετέθη ακριβώς στο μέσον του μηνός αυτού, ήταν αιτία και όλες οι ημέρες του να πάρουν σιγά –σιγά ένα θεομητορικό χαρακτήρα. Οι δεκατέσσαρες πρώτες ημέρες μπορούμε να ειπούμε ότι είναι τα προεόρτιά της και οι υπόλοιπες τα μεθέορτα, η παράτασις της μεγάλης αυτής θεομητορικής εορτής. Κατά την αυστηρά εορτολογική τάξι, προεόρτιος ημέρα είναι μόνο η παραμονή, η 14η του μηνός, κατά την οποία και μόνο υπάρχουν ειδικά τροπάρια στην εκκλησιαστική ακολουθία, Αλλά το λειτουργικό έθιμο, που σήμερα αποτελεί πια γενικώς καθιερωμένη παράδοσι, συνέδεσε όλες τις προ της εορτής ημέρες με την προπαρασκευή για τον εορτασμό της μνήμης της Παναγίας, αφ’ ενός μεν με την προπαρασκευαστική νηστεία, αφ’ ετέρου δε με την ψαλμωδία των παρακλητικών κανόνων προς αυτήν μετά τον εσπερινό των ημερών αυτών. Η μεθέορτος πάλι περίοδος κατά το ισχύον τυπικό λήγει την 23η Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία «αποδίδεται» η εορτή, τα Εννιάμερα. Πάντοτε όμως κατά το παρελθόν υπήρχαν τάσεις παρατάσεως του εορτασμού. Έτσι, σε πολλά μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως και του Αγίου Όρους η εορτή απεδίδετο την 28η Αυγούστου. Διάταγμα εξ άλλου του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου ώριζε να εορτάζεται η μνήμη της Θεοτόκου καθ’ όλο τον Αύγουστο μήνα από την 1η μέχρι την 31η. Σε ανάλογο τάσι φαίνεται ότι οφείλεται και η τοποθέτησις στην 31η του Αυγούστου της εορτής της καταθέσεως της τιμίας ζώνης της Θεοτόκου στην Αγία Σορό, που απέκειτο στο ναό της Θεοτόκου στα Χαλκοπρατεία της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τον τρόπο αυτόν ο θεομητορικός μήνας, αλλά και ολόκληρο το έτος, που έληγε την 31η Αυγούστου, εσφραγίζετο με μία θεομητορικού χαρακτήρος εορτή.




Κατά τον Αύγουστο, λοιπόν, τον μήνα της Παναγίας, στους ναούς μας, και μάλιστα στα προσκυνήματα τα αφιερωμένα στο όνομά της, θα συντρέξουν οι πιστοί μας για να υμνολογήσουν την Μητέρα του Θεού και να αναφέρουν σ’ αυτήν την θλίψι και τις αγωνίες των. Και δικαίως, γιατί η Θεοτόκος είναι η λογική κλίμαξ που κατέβασε τον Θεό στον κόσμο και ανέβασε τον άνθρωπο στο Θεό. Είναι ο κρίκος που συνέδεσε τον ουρανό με την γη, που έδωσε στον Θεό την σάρκα, ώστε να γίνη, από άκρα φιλανθρωπία, ο Λόγος του Θεού «ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα», σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων του ανθρωπίνου σώματος. Και στην παρρησία της μητέρας Του, που την άφησε πεθαίνοντας στον σταυρό στο πρόσωπο του Ιωάννου και για δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τα παιδιά της, οι αδελφοί του Χριστού. Δεν ήταν η διαθήκη Του αυτή, που την έγραψε επάνω στον αιματοβαμμένο σταυρό Του, όταν βλέποντας «την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα, ον ηγάπα» είπε προς αυτήν το «Ιδού ο υιός σου» και προς τον μαθητήν «Ιδού η μήτηρ σου»; Με το θάρρος λοιπόν και την αγάπη των παιδιών προς την μητέρα απευθύνεται ο λαός του Θεού προς την Θεοτόκο, για να διαβιβάση εκείνη τα αιτήματά του προς τον Υιό και Θεό της, χρησιμοποιώντας και πάλι την παρρησία της μητέρας. Γιατί μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, νεκροί δεν υπάρχουν. Όλοι ζουν εν Χριστώ και συνεχίζουν και στον ουρανό τις προσευχές και τις δεήσεις για τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν στην γη και αγωνίζονται τον καλόν αγώνα της χριστιανικής ζωής, όπως ακριβώς και οι ζώντες στον κόσμο τούτο δέονται για τους άλλους αδελφούς των, ζώντας ή κεκοιμημένους. Και πολύ περισσότερο η Θεοτόκος στην δόξα του ουρανού δεν παύει να εκτελή το έργο της μεσιτείας που έκαμε και στην γη. Όπως στον γάμο της Κανά ενδιεφέρθη δια την χαρά των ανθρώπων και εζήτησε και επέτυχε από τον Χριστό την θαυματουργική Του επέμβασι, έτσι και μεταστάσα από την γη δεν εγκατέλειψε την γη, αλλά διαρκώς διαβιβάζει τις αιτήσεις μας προς τον Υιό και Θεό της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι η «προστασία» η «ακαταίσχυντος» και η «μεσιτεία» η «αμετάθετος», που δεν παραβλέπει τις ικετευτικές μας φωνές, αλλά αντιλαμβάνεται και προφθάνει στην βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη, όπως πολύ χαρακτηριστικά ψάλλει ο ποιητής του γνωστού κοντακίου.



Σ’ αυτήν λοιπόν την θεολογική βάσι στηρίζεται η Εκκλησία όταν κατά τις πρώτες ημέρες του μηνός αυτού ψάλλη στους ναούς μας τους παρακλητικούς κανόνας προς την Παναγία. Θα ενώσωμε και ημείς μαζί με τον υπόλοιπο λαό του Θεού την φωνή μας και θα απευθύνωμε προς αυτήν τους ωραίους ύμνους, που συνέθεσαν οι ιεροί ποιηταί της Εκκλησίας μας, οι πνευματοκίνητοι συντάκται των ιερών αυτών ακολουθιών. Αυτές ακριβώς τις παρακλητικές ακολουθίες θα ιδούμε σήμερα. Το θέμα είναι και επίκαιρο και πρακτικώς χρήσιμο, αφού από την πρώτη Αυγούστου σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών μας και θα μας καλούν σ’ αυτές.



Οι δύο ακολουθίες αυτές μας είναι γνωστές με το όνομα «Μικρός» και «Μέγας παρακλητικός κανών εις την υπεραγίαν Θεοτόκον». Έτσι επιγράφονται στα λειτουργικά μας βιβλία. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι το ευρύτερο. Ο κανών είναι μέρος μόνο της όλης ακολουθίας, το μεγαλύτερο και ίσως το πιο εντυπωσιακό. Είναι το στοιχείο που με την εναλλαγή του διαφοροποιεί την κατά τα άλλα ομοία ακολουθία σε δύο, που για να διακρίνωνται ονομάζονται η μία «Μεγάλη Παράκλησις» και η άλλη «Μικρά». Και οι δύο κανόνες έχουν ίσο αριθμό τροπαρίων, 32 τροπάρια ο καθένας –τέσσαρα σε κάθε ωδή, του μεγάλου όμως κανόνος τα τροπάρια και οι ειρμοί, από τους οποίους εξαρτώνται τα τροπάρια είναι εμφανώς εκτενέστερα. Αυτό όμως δεν είναι, νομίζω, αρκετό να αιτιολογήση το επίθετο «μέγας» σ’ αυτόν. Φαίνεται ότι ο μέγας αυτός κανών εψάλλετο πανηγυρικότερα, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο του δεκαπενταυγούστου, όπως δείχνουν και το εξαποστειλάριο «Απόστολοι εκ περάτων…», που ψάλλεται στο τέλος του. Κατόπιν και η επανάληψις των δύο τροπαρίων «Διάσωσον από κινδύνων…» και «Επίβλεψον εν ευμενεία…», που γίνεται στο τέλος κάθε ωδής του μεγάλου, ενώ στον μικρό μόνο στο τέλος της γ΄ και της στ΄ ωδής, μαρτυρεί μια τάσι προς έξαρσι επί το πανηγυρικώτερον του πρώτου. Ο μικρός εψάλλετο, όπως και η επιγραφή του μαρτυρεί, καθ’ όλο το έτος «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής».



Κατά την ισχύουσα σήμερα πράξι, οι δύο κανόνες κατά την περίοδο του δεκαπενταυγούστου ψάλλονται εναλλάξ, για την αποφυγή, προφανώς, της μονοτονίας, στο τέλος του εσπερινού όλων των ημερών εκτός από τον εσπερινό των Σαββάτων, της Μεταμορφώσεως και της Κοιμήσεως. Αυτή η σύνδεσις της παρακλήσεως με την ακολουθία του εσπερινού μας φέρνει στον νου την αντίστοιχο μοναχική τάξι, που στις ολονυκτίες των μονών συνάπτεται ο όρθρος στον εσπερινό. Η όλη ακολουθία δηλαδή του εσπερινού και της παρακλήσεως μαζί γίνονται σαν ένα είδος μικράς παννυχίδος στα μέτρα και τις δυνατότητες των ενοριών, μικράς ολονυκτίας προς τιμήν της Θεοτόκου. Αν δε προσέξωμε την δομή της ακολουθίας της παρακλήσεως, θα αναγνωρίσωμε σ’ αυτήν το σχήμα και την διάταξη ενός υποτυπώδους όρθρου. Αρχίζει με ένα θρηνητικό ψαλμό, τον τελευταίο των ψαλμών του εξαψάλμου («Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου…» -ψαλμός 142ος), το «Θεός Κύριος…» με τα θεομητορικά τροπάρια «Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν…» και «Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε…», τον 50ο ψαλμό «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου…», τον κανόνα με κάθισμα στο τέλος της γ΄ και το κοντάκιο στο τέλος της στ΄ ωδής και την παρεμβολή των αναβαθμών, του ευαγγελίου και της συναπτής του, με τα τροπάρια που συνοδεύουν τον 50ο ψαλμό στον όρθρο, τα μεγαλυνάρια μετά την θ΄ ωδή και στο τέλος τροπάρια που μπορούν να παραλληλισθούν προς τα εξαποστειλάρια του όρθρου στον μέγα παρακλητικό κανόνα ή προς τα απόστιχα του όρθρου στην μικρά παράκλησι. Αν συνδυάσωμε μάλιστα τα ανωτέρω προς την τάξι που ισχύει στις εορτές των αγίων, που ως πρώτος κανών στον όρθρο ψάλλεται ένας από τους ανωτέρω παρακλητικούς κανόνας προς την Θεοτόκο, δεν μας μένει καμμία αμφιβολία ότι και στις παρακλήσεις έχομε ένα θεομητορικό παρακλητικό όρθρο κατά τον τύπο των μοναχικών ολονυκτιών.



Ο μικρός κανών φέρεται υπό το όνομα του Θεοστηρίκτου μοναχού ή του Θεοφάνους, που ίσως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που χαρακτηρίζεται πότε με το κοσμικό, πότε με το μοναχικό του όνομα. Ποίος όμως από τους πολλούς ομωνύμους ποιητάς είναι ο συντάκτης του κανόνος αυτού δεν είναι εύκολο να προσδιορισθή. Του μεγάλου ποιητής είναι ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρις (1222 -1258). Ο δεύτερος αυτός κανών έχει μάλλον προσωπικό χαρακτήρα και αναφέρεται ειδικώς στα παθήματα και τις περιστάσεις του βίου του πολυπαθούς αυτού βασιλέως. Ο πρώτος είναι γενικώτερος και ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο θλιβόμενο, ασθενούντα και πάσχοντα από πενυματικές και σωματικές ασθένειες, από επιβουλές δαιμονικές και κάθε άλλο ψυχοσωματικό κίνδυνο.



Και οι δύο κανόνες ψάλλονται σε ήχο πλ. δ΄. Η α΄ ωδή του μικρού έχει ειρμό το «Υγράν διοδεύσας», του μεγάλου το «Αρματηλάτην Φαραώ». Παραθέτουμε την α΄ ωδή και των δύο αυτών κανόνων. Έτσι θα γίνη φανερή και η διαφορά ως προς το μήκος των τροπαρίων και ως προς το περιεχόμενό των. Και οι δύο αμιλλώνται στην εκλογή ωραίων εικόνων, λεπτού και ευγενούς τρόπου εκφράσεως της δεήσεως, ζωηράς περιγραφής των θλίψεων και των συμφορών και των αισθημάτων της πίστεως, πόνου, αλλά και ελπίδος και εγκαρτερήσεως. Ο θρήνος του πιστού δεν είναι έκφρασις απογνώσεως και απελπισίας, αλλά αίτησις του θείου ελέους και της βοηθείας της Θεοτόκου για την συνέχισι του αγώνος του βίου και για την νικηφόρο αντιμετώπισι των πειρασμών.



Μικρός παρακλητικός κανών – ωδή α΄ – ο ειρμός



«Υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν

και την αιγυπτίαν

μοχθηρίαν διαφυγών,

Ο ισραηλίτης ανεβόα∙

Τω λυτρωτή και Θεώ ημών άσωμεν».



Τα τροπάρια



«Πολλοίς συνεχόμενοις πειρασμοίς

προς σε καταφεύγω

σωτηρίαν επιζητών∙

Ω μήτερ του Λόγου και Παρθένε,

των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».



«Παθών με ταράττουσι προσβολαί,

πολλής αθυμίας

εμπιπλώσαι μου την ψυχήν∙

ειρήνευσον, κόρη, τη γαλήνη

τη του Υιού και Θεού σου, πανάμωμε».



«Σωτήρα τεκούσα σε και Θεόν

δυσωπώ, παρθένε,

λυτρωθήναι με των δεινών∙

σοι γαρ νυν προσφεύγων ανατείνω

και την ψυχήν και την διάνοιαν».



«Νοσούντα το σώμα και την ψυχήν

επισκοπής θείας

και προνοίας της παρά σου,

αξίωσον μόνη Θεομήτορ,

ως αγαθή αγαθού τε λοχεύτρια».



Ο μέγας παρακλητικός κανών – ωδή α΄ – ο ειρμός



«Αρματηλάτην Φαραώ εβύθισε

τερατουργούσα ποτέ

μωσαϊκή ράβδος,

σταυροτύπως πλήξασα

και διελούσα θάλασσαν∙

Ισραήλ δε φυγάδα

πεζόν οδίτην διέσωσεν

άσμα τω Θεώ αναμέλποντα».



Τα τροπάρια



«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι

την ταπεινήν μου ψυχήν

και συμφορών νέφη

την εμήν καλύπτουσι

καρδίαν, θεονύμφευτε∙

αλλ’ η φως τετοκυία

το θείον και προαιώνιον

λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον».



«Εξ αμετρήτων αναγκών και θλίψεων

και εξ εχθρών δυσμενών

και συμφορών βίου

λυτρωθείς, πανάχραντε,

τη κραταιά δυνάμει σου,

ανυμνώ, μεγαλύνω

την άμετρόν σου συμπάθειαν

και την εις εμέ σου παράκλησιν».



«Νυν πεποιθώς επί την σην κατέφυγον

αντίληψιν κραταιάν

και προς την σην σκέπην

ολοψύχως έδραμον

και γόνυ κλίνω, δέσποινα,

και θρηνώ και στενάζω,

μη με παρίδης τον άθλιον,

των χριστιανών καταφύγιον».



«Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα

τα μεγαλεία τα σά∙

ει μη γαρ σύ, κόρη,

πάντοτε προΐστασο

υπέρ εμού πρεσβεύουσα

τω Υιώ και Θεώ σου,

τις εκ τοσούτου με κλύδωνος

και δεινών κινδύνων ερρύσατο»;



«Διάσωσον

από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε,

ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν,

ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν».



«Επίβλεψον

εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε,

επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν

και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».



Παραθέτουμε επίσης τα θαυμάσια εξαποστειλάρια του γ΄ ήχου, προς το «Ο ουρανόν τοις άστροις». Το πρώτο είναι το εξαποστειλάριο της ημέρας της Κοιμήσεως. Στα άλλα κορυφώνεται η δοξολογία προς την Θεοτόκο και η δέησις προς αυτήν του πιστού. Ήδη στην θλιβομένη ψυχή του πιστού η πίστις στην βοήθεια και προστασία της Παναγίας έχει ενσταλλάξει την χαρά.



«Απόστολοι εκ περάτων

συναθροισθέντες ενθάδε,

Γεθσημανή τω χωρίω

κηδεύσατέ μου το σώμα∙

και σύ, Υιέ και Θεέ μου,

παράλαβέ μου το πνεύμα».



«Ο γλυκασμός των αγγέλων,

των θλιβομένων η χαρά,

χριστιανών η προστάτις,

παρθπένε μήτηρ Κυρίου,

αντιλαβού μου και ρύσαι

των αιωνίων βασάνων».



«Και σε μεσίτριαν έχω

προς τον φιλάνθρωπον Θεόν∙

μη μου ελέγξη τας πράξεις

ενώπιον των αγγέλων∙

παρακαλώ σε, παρθένε,

βοήθησόν μοι εν τάχει».



«Χρυσοπλοκώτατε πύργε,

και δωδεκάτειχε πόλις,

ηλιοστάλακτε θρόνε,

καθέδρα του βασιλέως,

ακατανόητον θαύμα

πώς γαλουχείς τον δεσπότην;»


(1 Αυγούστου 1970)

Από το βιβλίο «Λογική λατρεία», Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Έκδοση Τρίτη, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (σελ. 173 -181).

Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.

Copyright Ορθόδοξη Πορεία