Το κείμενο είναι μετάφραση από Ρωσσικό κείμενο καί από τό βιβλίο "Τό τέλος τού Κόσμου" τού Σέρβου μοναχού Αρχιμ. Στέφανου, Καρούλια, Άγιον Όρος. (μεταφορά από την ιστοσελίδα http://www.kivotoshelp.gr/)
Η ιστορία αναφέρεται από την Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.
Ήμουν άθεη. Έβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό. Ζούσα μέσα στήν ντροπή καί στήν πορνεία καί ήμουν σάν νεκρή πάνω στήν γή. Όμως, ό ελεήμων Θεός δέν μέ άφησε οριστικά νά χαθώ, αλλά μέ οδήγησε στήν μετάνοια.
Στά 1962 αρρώστησα από καρκίνο καί ήμουν άρρωστη 3 χρόνια. Δέν παρέμενα βέβαια στό κρεββάτι, αλλά εργαζόμουνα καί έκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ελπίζοντας νά γίνω καλά. Τούς τελευταίους 6 μήνες είχα πολύ αδυνατίσει, μή μπορώντας νά πιώ ούτε νερό. Μόλις τό έπινα, αμέσως έκανα εμετό.
Μέ πήγαν τότε στό Νοσοκομείο, καί κάλεσαν έναν καθηγητή από τήν Μόσχα γιά νά μέ χειρουργήσει.
Μόλις μού άνοιξαν τήν κοιλιά, κάτι συνέβει καί αμέσως πέθανα !
Ή ψυχή μου βγήκε από τό σώμα καί στέκονταν ανάμεσα σέ δυό γιατρούς, ενώ εγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κύτταζα τό ανοιγμένο σώμα μου. Ολόκληρο τό στομάχι καί τά έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από τόν καρκίνο.
Όπως κοιτούσα τό σώμα μου ξαπλωμένο στό χειρουργείο, σκεπτόμουν μέ απορία, πώς είμαστε δύο; Δέν μπορούσα νά καταλάβω αυτό, γιατί πρώτη φορά μού συνέβαινε...
Δέν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οί κομμουνιστές μάς φούσκωναν καί μάς δίδασκαν ότι ψυχή καί Θεός δέν υπάρχουν, ότι αυτά είναι επινόηση τών παπάδων, γιά νά ξεγελούν τόν λαό καί νά τόν κρατούν σέ φόβο τόν κόσμο, γιά κάτι πού δέν υπάρχει.
Κοιτούσα τόν εαυτό μου νά στέκεται όρθια στόν αέρα, αλλά έβλεπα καί τό σώμα μου πάνω στό χειρουργείο...
Οί γιατροί μού έβγαλαν έξω όλα τά εντόσθια καί αναζητούσαν τό δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τά πάντα ήταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτα δέν ήταν υγιές. Τούς άκουσα νά λένε:
" Αυτή, δέν είχε τίποτα σωστό γιά νά ζήσει..."
Όλα τά έβλεπα φοβισμένη καί σκεπτόμουνα πάντα τό ίδιο πράγμα:
" Πώς, καί από πού είμαστε δύο; Στέκομαι, καί ταυτόγχρονα είμαι καί ξαπλωμένη!!"
Είδα τούς γιατρούς νά ρίχνουν όπως - όπως τά εντόσθια μέσα στό σώμα, καί άκουσα πού έλεγαν ότι πρέπει νά δοθεί τό σώμα μου στούς νέους ειδικευόμενους γιατρούς γιά τήν διδασκαλία τους.
Μετέφεραν τελικά τό σώμα μου στό Νεκροστάσιο, ενώ εγώ πήγαινα κοντά τους χωρίς αυτοί νά τό καταλαβαίνουν...
Μέ άφησαν ξαπλωμένη καί γυμνή πάνω στό μάρμαρο, σκεπασμένη ώς τόν λαιμό μέ ένα σεντόνι.
Μετά από λίγη ώρα βλέπω ότι ήλθε ό αδελφός μου καί έφερε τόν μικρό μου γυιό. Ήταν έξη χρονών καί ονομάζονταν Αντρούσκα ( Αντρέϊ ).
Ό γυιός μου πλησίασε τό σώμα μου, καί μέ φίλησε στό κεφάλι. Άρχισε νά κλαίει λέγοντας: " Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θά ζήσω τώρα χωρίς εσένα; Πατέρα δέν έχω, κι΄ εσύ πέθανες !..."
Εγώ τότε τόν αγκάλιασα καί τόν φίλησα, αλλά αυτός δέν τό κατάλαβε, ούτε τό είδε καί τό πρόσεξε. Κοίταζε μόνο τό νεκρό μου σώμα... Έβλεπα επίσης πώς έκλαιγε καί ό αδελφός μου...
Μετά από αυτό, βρέθηκα ανεξήγητα στό σπίτι μου. Είδα τήν πεθερά μου από τόν πρώτο μου γάμο νά μπαίνει στό σπίτι, καθώς καί τήν μητέρα μου καί τήν αδελφή μου. Τόν πρώτο μου σύζυγο τόν είχα εγκαταλείψει γιατί πίστευε στόν Θεό.
Σέ λίγο όλοι αυτοί, άρχισαν τήν διανομή τών πραγμάτων μου. Ζούσα τότε πλούσια καί μέ πολυτέλεια αλλά μέ χρήματα αποκτημένα μέ τήν αδικία καί τήν πορνεία. Ή αδελφή μου άρχισε νά αφαιρεί τά πιό ωραία από τά πράγμάτά μου, ενώ ή πεθερά μου ζητούσε νά αφήσει καί κάτι γιά τόν μικρό γυιό μου. Ή αδελφή μου δέν έδινε τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε νά εμπαίζει τήν πεθερά μου λέγοντάς της:
" Αυτό τό παιδί δέν είναι από τόν γυιό σου, καί εσύ δέν τού είσαι τίποτα τώρα..."
Μετά από κάποια φασαρία βγήκαν αυτές έξω κλείνοντας τό σπίτι. Ή αδελφή μου πήρε μαζί της καί έναν μεγάλο μπόγο μέ πράγματα.
Ενώ όμως αυτές μάλωναν γιά τά πράγματα, είδα μέ τρόμο γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι...
Ξαφνικά βρέθηκα στόν αέρα, σάν νά πετούσα μέ αεροπλάνο. Αισθανόμουν ότι κάποιος μέ συγκρατούσε καί ότι υψώνομαι όλο καί περισσότερο. Βρέθηκα πάνω από τήν πόλη Barnaul, αλλά αμέσως τήν έχασα πέφτοντας σέ βαθύ σκοτάδι. Σέ λίγο άρχισε νά έρχεται ένα φώς πού όλο καί δυνάμωνε, φθάνοντας σέ σημείο νά μή μπορώ πιά νά τό κοιτάξω.
Μέ έβαλαν πάνω σέ μιά μαύρη πλάκα γύρω στό ενάμισυ μέτρο, ενώ έβλεπα γύρω μου τεράστια δένδρα μέ πανέμορφα φυλλώματα, καθώς καί σπίτια καινούργια αλλά χωρίς νά βλέπω πρόσωπα. Έβλεπα τίς καταπράσινες κοιλάδες διαλογιζόμενη " πού βρίσκομαι άραγε τώρα; "
Άν βρίσκομαι στήν γή, έλεγα, τότε γιατί δέν βλέπω ανθρώπους, εργοστάσια, δρόμους, συγκοινωνίες... Τί μέρη είναι εδώ αυτά, χωρίς ανθρώπους, καί ποιοί ζούν τέλος πάντων εδώ;
Καί ενώ σκεπτόμουν αυτά, μιά πανέμορφη ψηλή γυναίκα ντυμένη μέ βασιλικά φορέματα, διέκοψε τίς σκέψεις μου!
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα πού τό χορτάρι δέν λύγιζε από τό βάρος της. Κοντά της πήγαινε ένα νεαρό πρόσωπο κλαίγοντας, μέ σκεπασμένο τό πρόσωπό του μέ τίς παλάμες του. Έκλαιγε πικρά, καί σάν κάτι νά τήν παρακαλούσε, αλλά γιά ποιό λόγο δέν μπορούσα νά ακούσω.
Σκέφθηκα μήπως ήταν γυιός της, καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιά τήν αδιαφορία της. ( Θά καταλάβαινα βέβαια πολύ αργότερα, ότι τό πρόσωπό αυτό ήταν ό φύλακάς μου άγγελος πού μού είχε δοθεί στήν βάπτισή μου καί πού τώρα έκλαιγε γιά τήν απώλεια τής ψυχής μου πού θά πήγαινε στήν Αιώνια Κόλαση. Παρακαλούσε τήν Παναγία νά μεσιτεύσει στόν Χριστό γιά νά γλυτώσω...)
Όταν αυτοί μέ πλησίασαν είδα τόν νέο αυτό νά πέφτει μπροστά στά πόδια τής πανέμορφης αυτής γυναίκας, νά τήν παρακαλεί εντονώτερα οδυρώμενος, καί νά τής ζητεί κάτι. Αυτή, κάτι τού είπε, αλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τά λόγια της.
Ήθελα νά τούς ρωτήσω " πού βρίσκομαι; " , όταν είδα τήν γυναίκα αυτή νά σταυρώνει τά χέρια στό στήθος της, καί κοιτώντας τόν ουρανό τήν άκουσα καθαρά νά λέει:
" Κύριε, πού θά πάει αυτή, έτσι όπως είναι; "
Άρχισα τότε νά τρέμω, καί κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, μέ τήν ψυχή μου νά βρίσκεται στόν ουρανό καί τό σώμα μου πάνω στό μάρμαρο τού Νεκροστασίου...
Άρχισα νά κλαίω καί νά οδύρομαι συναισθανόμενη πιά τήν βαρύτητα τής θέσης μου όταν άκουσα μιά φωνή νά λέει:
" Νά τήν γυρίσετε στήν γή, χάρη καί μόνο γιά τίς αγαθοεργίες τού πατέρα της..."
Άλλη φωνή όμως απάντησε:
" Βαρέθηκα πιά τήν αμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα νά τήν εξαφανίσω από προσώπου γής χωρίς μετάνοια, αλλά μέ παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ό πατέρας της. Δείξτε της τό μέρος γιά τό οποίο άξιζε νά πάει..."
Αμέσως βρέθηκα στόν Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα, φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές ακαθαρσίες. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε τά δάχτυλα, με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγγιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα εσωτερικά, καί όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανένα.
Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε καί μιά γυναίκα που πέθανε από άμβλωση, και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος... Άκουσα μιά φοβερή φωνή νά τής λέει:
«Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στη κοιλιά σου, και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: "δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά ". Όμως σ΄ Εμένα δεν υπάρχουν περιττά. Σ΄ Εμένα υπάρχουν τα πάντα, και για όλους αρκετά !!!
Καί απευθυνόμενος σέ μένα είπε:
«Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής σου και δεν με αναγνώριζες. Γι΄αυτό ακριβώς κι΄ εγώ τώρα, δεν σε αναγνωρίζω ! Καί όπως στην γη έζησες χωρίς Κύριο καί Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις χωρίς Εμένα...!».
Καί ξαφνικά όλα αυτά παίρνοντας μιά άλλη όψη, άλλαξαν...
Ήταν σάν κάπου νά πέταξα. Η βρώμα και ο δυνατός οδυρμός χάθηκαν, και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία που ενέπαιζα. Άνοιξε η Ωραία πύλη και από αυτήν βγήκε ό ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Στέκονταν με σκυμμένο κεφάλι ενώ κάποια φωνή μού απηύθηνε λόγο:
«Ποιός είναι αυτός;»
Εγώ απάντησα, « είναι ο ιερέας μας».
«Εσύ δέν ήσουν πού έλεγες ότι είναι χαραμοφάης ; Όμως αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας! Δεν είναι μισθωτός καί μισθοφόρος πού έλεγες...
Καί μάθε ακόμη, πως μπορεί νά είναι ένας απλός παπάς, όμως υπηρετεί πιστά Εμένα. Καί άν αυτός δεν σου διαβάσει την ευχή της συγχώρησης στήν εξομολόγηση, εγώ δεν πρόκειται ποτέ νά σε συγχωρήσω»!
Τότε άρχισα να παρακαλώ:
«Κύριε, γύρισε με στη γή, έχω έναν μικρό γιό».
Ο Κύριος είπε:
«Γνωρίζω ότι έχεις μικρό γιό, καί είναι κρίμα γι' αυτόν...»
«Είναι κρίμα Κύριε" , τού απάντησα.
«Εγώ σας λυπάμαι όλους, είπε. Και τρείς φορές σας λυπάμαι... Όλους σας περιμένω... Αλλά επί τέλους, πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο πού ζείτε, πότε επί τέλους θά μετανοήσετε και θα έλθετε στον εαυτό σας;»
Καί λέγοντας αυτά είδα καί πάλι τήν Μητέρα του Θεού. Πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω:
«Υπάρχει εδώ σε σάς, Παράδεισος;».
Αλλά, αντί για απάντηση στήν αμφισβήτησή μου αυτή καί στήν απορία μου, ξαναβρέθηκα πάλι στην κόλαση καί στον Άδη. Οί δαίμονες έρχονταν τρέχοντας με καταλόγους δείχνοντας τα αμαρτήματά μου καί φωνάζοντας:
«Εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γή. Είσαι δική μας τώρα !...»
Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου καί όλα μου τα έργα, που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα, ανάμεσα σέ μεγάλο φόβο.
Έβλεπα από τα στόμα τους πού έβγαινε φωτιά καθώς με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες πυρκαγιάς και με έκαιγαν. Γύρω μου ακουγόταν φοβερός θρήνος, βρόντος φοβερός, και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν ή φωτιά δυνάμωνε έβλεπα γύρω μου τά πάντα. Οί ψυχές είχαν φοβερή όψη. Άλλες σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς, κι΄ άλλες μέ πρησμένα μάτια. Μού έλεγαν:
"Είσαι συντρόφισσά μας, καί είσαι υποχρεωμένη κι΄ εσύ νά ζήσεις τώρα μαζί μας... Όπως εσύ, έτσι κι εμείς, όταν ζούσαμε πάνω στήν γή δέν αναγνωρίζαμε τόν Χριστό, βρίζαμε καί βλαστημούσαμε, κάναμε κάθε κακό, καί ιδιαίτερα τήν πορνεία, τήν υπερηφάνεια, και ποτέ μας δέν μετανοήσαμε. Πολλοί αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν καί πήγαιναν μετά στήν Εκκλησία, προσεύχονταν στόν Θεό, ελεούσαν τούς φτωχούς, καί βοηθούσαν στήν ανάγκη του κάθε άνθρωπο. Όλοι αυτοί είναι τώρα εκεί πάνω, μακρυά μας... ( εννοώντας προφανώς τόν Παράδεισο, τόν οποίον δέν ήθελαν νά αναφέρουν ούτε μέ τό όνομά του...)"
Εγώ φοβήθηκα ακούγοντας τά λόγια αυτά, καί μάλιστα ότι θά ζούσα στούς φοβερούς αυτούς τόπους γιά όλη τήν αιωνιότητα...
Μετά από αυτά μέσα σέ ένα φώς πού έδιωξε τό σκοτάδι εμφανίστηκε πάλι ή Μητέρα τού Θεού. Οί δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή, ενώ οί ψυχές πού βασανίζονταν άρχισαν μέ μεγάλες φωνές νά τήν ικετεύουν γιά έλεος:
"Ουράνια βασίλισσα, μή μάς αφήνεις άλλο εδώ, Μητέρα τού Θεού σέ παρακαλούμε, καιγόμαστε καί δέν υπάρχει σταγόνα νερού νά σβήσουμε τήν δίψα μας..."
Εκείνη έκλαιγε συμπονετικά μαζί τους, αλλά μή έχοντας καί εξουσία απολυτρώσεως τούς έλεγε:
"Όσο ζούσατε κάτω στήν γή δέν μέ αναγνωρίζατε, μάλιστα καί μέ βλαστημούσατε. Δέν μετανοούσατε γιά τίς αμαρτίες σας απέναντι τού Γυιού μου καί Θεού σας, γι΄ αυτό κι΄εγώ τώρα δέν μπορώ νά σάς βοηθήσω. Αλλά ούτε καί ό Χριστός δέν μπορεί νά παραβεί τήν επιθυμία τού Πατέρα Του ! Βοηθώ μόνο αυτούς γιά τούς οποίους παρακαλούν οί συγγενείς τους καί προσεύχεται γι΄ αυτούς ή αγία εκκλησία"
Μετά από τά λόγια αυτά αρχίσαμε νά υψωνόμαστε, ενώ από κάτω οί φωνές τών κολασμένων δυνάμωναν: "Μητέρα τού Θεού μή μας αφήνεις..."
Βρέθηκα πάλι σέ σκοτάδι πάνω στήν ίδια πλάκα, ενώ ή Θεοτόκος σταυρώνοντας πάλι τά χέρια στό στήθος καί υψώνοντας τά μάτια στόν ουρανό άρχισε νά προσεύχεται λέγοντας:
" Τί νά κάνω μ΄ αυτήν, Κύριε, πού νά τήν βάλω;" ενώ μιά φωνή τής απάντησε:
" Γυρίστε την πάλι στήν γή, γυρίστε την πίσω..."
Είδα τήν Μητέρα τού Θεού νά μέ σπρώχνει στήν γή, καί περνώντας αόρατη τούς τοίχους βρέθηκα στό Νεκροστάσιο καί στό ψυγείο κοιτάζοντας καί τά άλλα πτώματα. Είπα μόνη μου στήν ψυχή μου: "πήγαινε τώρα στό σώμα σου", ενώ ένα ισχυρό ψύχος μέ κυρίευσε. Τήν ίδια στιγμή κάποιος άναψε τό φώς φέρνοντας καινούργιο νεκρό. Πρόσεξαν τό γύρισμά μου από τήν ύπτια θέση πού συνήθως βάζουν τούς νεκρούς στό ψυγείο, καί όλοι οί νοσοκόμοι πανικόβλητοι διασκορπίσθηκαν...
Επέστρεψαν γρήγορα μέ δυό γιατρούς, πού άρχισαν νά ζεσταίνουν τόν εγκέφαλό μου μέ λάμπες. Υπήρχαν στό σώμα μου οκτώ τομές, τρείς στό στήθος καί πέντε στήν κοιλιά. Δυό ώρες μετά τό ζέσταμα τού κεφαλιού άνοιξα τά μάτια μου, καί μόλις μετά από δώδεκα μέρες κατόρθωσα επιτέλους νά μιλήσω.
Μού έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ. Τούς είπα, ότι σήμερα είναι ημέρα νηστείας καί δέν θά φάω από αυτά. Οί νοσοκόμοι έφυγαν πάλι, καί ήλθαν κάποιοι γιατροί. Μέ ρώτησαν γιατί αρνούμαι νά φάω. Τούς απάντησα:
"Καθήστε, καί θά σάς διηγηθώ, τί είδε ή ψυχή μου. Όποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τής νηστείας, αυτός τελικά θά ζήσει σέ μιά φοβερή καί σιχαμερή κατάσταση. Γι΄ αυτό δέν θέλω νά αρτυθώ, εγώ πού πρώτα δέν πίστευα σ΄ αυτά..."
Οί γιατροί από τήν έκπληξη, τήν μιά κοκκίνιζαν καί τήν άλλη κιτρίνιζαν, αλλά οί μαζεμένοι γύρω μου ασθενείς μέ άκουγαν προσεκτικά. Μαζεύτηκαν κατόπιν πολλοί γιατροί. Τούς είπα ότι τώρα δέν έχω τίποτα, δέν πονάω πουθενά. Έδειχνα τίς πληγές μου καί διηγόμουνα στόν κόσμο πού κατέφθανε τά περιστατικά πού έζησα. Τελικά επενέβη ή αστυνομία, μέ πήραν από εκεί καί μέ πήγαν σέ άλλο νοσοκομείο.
Εκεί ανάρρωσα τελείως, αλλά παρακάλεσα τούς γιατρούς νά δούν καί πάλι χειρουργικώς τήν κατάστασή μου. Μέ έβαλαν πάλι στό χειρουργείο καί όταν άνοιξαν τήν κοιλιά μου είπαν:
"Τά εντόσθιά σας είναι απολύτως υγιή καί καθαρά, όπως ενός παιδιού" .
Ήλθαν καί οί γιατροί πού είχαν κάνει τήν πρώτη εγχείρηση καί πέθανα, καί απόρησαν: " Πού είναι ή αρρώστια της; Τά εντόσθιά της ήταν όλα σάπια καί διαλυμένα από καρκίνο καί τώρα τά βλέπουμε τελείως καλά !..." Τούς απάντησα:
" Ό Κύριος καί Θεός φανέρωσε τό έλεός του πάνω σ΄ εμένα τήν αμαρτωλή, δίνοντάς μου ζωή γιά νά μαρτυρήσω καί σέ άλλους ό, τι μού συνέβει. Ό Χριστός, πήρε από μέσα μου ότι κατεστραμμένο υπήρχε καί μού τό έδωσε γερό. Βλέπετε κύριε, είπα στόν χειρούργο από τήν Μόσχα, ότι τελικά γελαστήκατε; Τί μπορείτε νά πείτε τώρα;"
"Είναι αλήθεια, απάντησε εκείνος, ότι τίποτα υγιές δέν υπήρχε μέσα σου. Φαίνεται σέ αναγέννησε ό Υπέρτατος ( ό Ύψιστος)"
Τού απάντησα:
" Άν πράγματι πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τόν σταυρό σας, καί παντρευτείτε χριστιανικά"
Ο γιατρός κοκκίνησε γιατί ήξερα ότι ήταν Εβραίος...
Φεύγοντας από τό νοσοκομείο, κάλεσα τόν ιερέα πού νωρίτερα τόν ενέπαιζα, λέγοντάς τον "χαραμοφάη". Τού διηγήθηκα όσα μού συνέβησαν, εξομολογήθηκα τίς αμαρτίες μου, καί αφού έκανα τόν κανόνα μου μετέλαβα τών Αγίων τού Χριστού μυστηρίων. Ακόμη, τόν κάλεσα καί ευλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ώς τώρα σ΄ αυτό βασίλευε ή αμαρτία, τό μεθύσι, ή μικρότητα, ό εμπαιγμός, καί οί φασαρίες.
Σήμερα, εγώ ή αμαρτωλή Κλαυδία Νικίτισνα, μέ τήν βοήθεια τού Θεού καί τής Ουράνιας Βασίλισσας Θεοτόκου, είμαι 40 χρονών, ζώ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στήν εκκλησία, στόν Ναό τού Θεού καί ό Κύριος μέ βοηθάει. Μέ επισκέπτονται άνθρωποι από όλα τά μέρη τού κόσμου γιά νά ακούσουν καί προσωπικά τήν ιστορία μου...
Άς είναι δοξασμένος ό Χριστός μας, ό Κύριός μας καί Θεός μας!
Όλους τούς συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζούν, γιατί υπάρχει πράγματι άλλος κόσμος καί άλλη ζωή, καί θά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας εδώ στήν γή. Μή μάς ξεγελάει κανείς, ότι τίποτα δέν υπάρχει, γιατί θά βρεθούμε μπροστά σέ μία τραγική πραγματικότητα πού δέν θά παίρνει διόρθωση, γιά εκατομμύρια χρόνια...
Νά ζήτε όλοι χριστιανικά καί κατά Θεόν. Αμήν.
Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου