Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Άγιος Νεκτάριος. Συγκλονιστικές αφηγήσεις ....




Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ-ΕΟΡΤΑΖΕΙ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ.

Δεν θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία, να αναδεικνύη αγίους έως της συντελείας του αιώνος. Χαίρει η Εκκλησία δια τους νεοφανείς αγίους, εξαιρέτως δε, δια το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το πολύτιμον σκεύος των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, τον Θεοφόρον Ιεράρχη, τον Άγιον Νεκτάριον επίσκοπον, Πενταπόλεως.

Ο Άγιος του Θεού, γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης κι έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Οι γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Κεφάλας κι η Μαρία Κεφαλά. Η μητέρα του ήταν πολύ ευσεβής και όταν ο Άγιος ήταν πέντε ετών του δίδαξε τον ν' ψαλμό του Δαβίδ. Όταν ο Αναστάσιος έφθανε στον στίχο " διδάξω ανόμους τας οδούς σου" τον επαναλάμβανε πολλές φορές, σαν να ήξερε πόσο καθοριστικός θα ήταν ο ρόλος του αργότερα.

Για λόγους οικονομικούς αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στην πατρίδα του, έφυγε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών για την Κωνσταντινούπολη, και προσελήφθη ως υπάλληλος σε συγγενικό κατάστημα με μόνη αμοιβή στέγη και τροφή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες βρίσκει καταφύγιο στη μελέτη, τη μόνιμη στη ζωή του συντροφιά και, μάλιστα, όσα από τα ρητά τα θεωρούσε ωφέλιμα για τους αγοραστές του, τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού. Αργότερα εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι της Πόλης, όπου διευθυντής ήταν ο θείος του. Αγαπούσε και συμμετείχε σχεδόν κάθε ημέρα στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο πόθος δια την Μοναχική Πολιτεία ήταν διακαής.

Το 1868 σε ηλικία είκοσι ετών φεύγει από την Πόλη και μεταβαίνει στην Χίο και υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λιθί, έως το 1873, όπου προσέρχεται στην Νέα Μονή και μετά από τριετή δοκιμασία λαμβάνει στις 7 Νοεμβρίου 1876 το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της βαπτίσεώς του) το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στην Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο, αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έρθει στην Αθήνα, όπου στο Βαρβάκειο δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ' οίκον διδαχθείς και παίρνει το απολυτήριο

Το 1881 ταξιδεύει στην Αλεξάνδεια, όπου συναντά τον πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον παροτρύνει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη. Το 1882 πήρε την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πήρε το πτυχίο του τον Οκτώβριο του 1885 με βαθμό "καλώς".

Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου. Εργάζεται συνεχώς με ζήλο και αυταπάρνηση. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας τον αμείβει με το ύπατο αξίωμα. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονείται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου (ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικώς υπό του Αγίου), από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, τον πρώην Κερκύρας Αντώνιο και τον Σιναίου Πορφύριο. Ως μητροπολίτης συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, χωρίς μάλιστα να πληρώνεται, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου. Έλαβε ενεργό μέρος για τις εκδηλώσεις της 50ετηρίδος της αρχιερατείας του ευεργέτη και προστάτη του Πατριάρχη, που έμελλε να γίνει διώκτης του. Με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το αξίωμα της αρχιερωσύνης και είναι αξιοσημείωτο να αναφέρωμεν τι έλεγε προς τον Κύριο: "Κύριε διατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος κι όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να γίνω ένας απλός εργάτης του Θείου Λόγου Σου, και Συ, Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ' υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημα Σου, και δέομαι: καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, δι' ων τρόπων γνωρίζεις, και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: "Ζω Δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός". Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του ταπεινού Ιεράρχου. Οι αρετές του Αγίου διεδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο δημιουργός της κακίας, ο διάβολος, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του.

Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί που είχαν εισχωρήσει στο περιβάλλον του ενενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παύση του Αγίου από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και ...; του επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Μετ' ολίγον αποπέμπεται από την Αίγυπτο με την αιτιολογία "μη δυνειθείς να εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου". Μάταια ζήτησε να συναντήσει τον Πατριάρχη. Οι πιστοί εθλίβησαν που στερήθησαν τον "συμπαθέστατον των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον και δραστηριώτατον των κληρικών".

Εδέχθη ο θείος πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικρή δοκιμασία εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον και ανεχώρησε από την Αίγυπτο κι ήλθε στην Αθήνα το 1889, χωρίς χρήματα και απογοητευμένος αναζητώντας εργασία, αδυνατώντας να πληρώσει ακόμη και τα ενοίκια στην Νεάπολη (Εξάρχεια). Μετά από αγώνες καταφέρνει να πάρει μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια. Τον Ιούλιο του 1893 μετατίθεται στην νομό Φθιωτοφωκίδος όπου εργάζεται ακάματα για μόλις έξι μήνες, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τον Μάρτιο του 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού για την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής. Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον παπα-Πλανά και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.

Τον Ιούλιο του 1898 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Επίσης συνεδέθη με τον π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της μονής στην Αίγινα. Το επόμενο καλοκαίρι (Αύγουστος 1898) ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του Σηλυβρία. Είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του. Το 1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για ίδρυση γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, αρχικά αποτελουμένης από τέσσερις αδελφές. Ο Άγιος δεν έπαυε να τις κατευθύνει πνευματικά, να τις στηρίζει ηθικά και οικονομικά. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 υπέβαλε την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.

Αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για ανηθικότητα από τη μητέρα μίας κοπέλας που κατέφυγε στη μονή να μονάσει. Όλες αυτές τις δοκιμασίες τις βίωνε με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις προσφιλείς ασχολίες του ήταν η φιλοτέχνηση σταυρών στους οποίους έγραφε "Σταυρός μερίς του βίου μου".

Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητος και δι' όλου του βίου εδόξασεν, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού.

Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ' ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

"Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού" ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και δια τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν.



ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ

Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα.
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε.

Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.

"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;"

Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.

"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας.

"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."

"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."

Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.

Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.

Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.

Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.

Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε.

"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."

" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.

Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.

Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.

"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...

Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.

"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"

Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !

Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.

Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης!

Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.

Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.

Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.

Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.

Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !

Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.

Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι.

Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.

Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.

Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια.

Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.

"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;"

Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.

Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι.

Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.

Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι.

Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.

Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.

Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν.

Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής.

Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:

"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".

Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία!

Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.

"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".

Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.

" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.

"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.

" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε.

"Τι μυρίζει;"

"Λιβάνι και αλόη."

"Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον."

Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο.

Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του.

Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.




ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ποτέ δεν έλειψαν από τον κόσμο το χριστιανικό. Πολύ περισσότερο λίκνισαν πάντοτε τους αφοσιωμένους στο Θεό ανθρώπους, οι πειρασμοί. Ο Σατανάς δεν έχει άλλη δουλειά: Ο Άγιος Νεκτάριος τους αντίκρισε στην πιο μεγάλη έντασή τους. Είναι ανεκδιήγητα τα εμπόδια, που ο εχθρός κύλισε στο δρόμο του Αγίου. Και μέσα και έξω πειρασμοί. Μα με ένα γλυκό χαμόγελο εκείνος πάντα τους υπεδέχετο. «Προσεύχεται για μένα ο Λυτρωτής μου Ιησούς», έλεγε συχνά αυτές τις ώρες. Πολλές φορές τραβώντας τους κόμπους του κομποσκοινιού του τον άκουα να σιγολέει : «Σίμων, Σίμων, ιδού ο Σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκά ΚΒ’ 31-32). Έπειτα έριχνε το βλέμμα του επάνω μου και μου ’λεγε : «Διατί να ασχάλωμεν (γογγύζουμε) εις τους πειρασμούς μας ; Ο Κύριος μας ο ίδιος προσεύχεται δι’ ημάς. Ημείς ένα έχομε καθήκον, το να μη λησμονάμε την τελευταία εντολή Του: «Συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Ιδού το ιδικόν μας καθήκον. Ο Κύριος μάς σώζει από τους πειρασμούς· ημείς να βοηθήσουμε τους αδελφούς μας, να μη κλονίζονται εις τους πειρασμούς.

Και απέδειξε, ότι αυτά δεν ήταν λόγια της στιγμής, αλλά ζωή του. Ήταν στην Αίγινα τότε κάποια γυναίκα ξένη και πουλούσε κεριά. Είχε έλθει από άλλο μέρος. Οι ευσεβείς γυναίκες της Αίγινας αγόραζαν τα κεράκια της και με αυτά ζούσε. Μα, στ’ αλήθεια ήταν δαιμονισμένη. Είχε μια κόρη. Ήταν τότε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, συνετό, φρόνιμο, καλό, θεοφοβούμενο, ως δέκα εξ χρόνων. Η «κερού», όπως έλεγαν στην Αίγινα τη μητέρα της, είχε καταληφθεί από μανία καταδιώξεως προς το παιδί της. Της έλεγε, ότι έχει ερωμένους και πολλές φορές είχε επιχειρήσει, να την σκοτώσει και με μαχαίρι και με δηλητήρια. Το άμοιρο κορίτσι εύρισκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, ζητώντας προστασία από αυτόν. Εκείνος πάντα έδιδε την ευλογία του. Η δαιμονισμένη «κερού» δεν μπορούσε, να το χωνέψει και άρχισε τις συκοφαντίες. Το τρομερό είναι, ότι ήσαν τόσον πειστικά τα λόγια της – τη βοηθούσε δίχως άλλο ο Σατανάς – ώστε έπειθε, ότι έχει δίκαιο και τον ποιο κριτικό και συνετό άνθρωπο. Ο Σεβασμιότατος Άγιος Νεκτάριος ανέφερε τότε το περιστατικό στον αείμνηστο Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και ζήτησε οδηγίες. Εκείνος τον παρεκάλεσε, να προστατέψει την κοπέλα. Είχε τότε εκείνη φθάσει τα δέκα οκτώ της χρόνια. Ήταν αλήθεια μια σεμνή, ενάρετος και ωραιότατη κοπέλα. Η «κερού» έβλεπε ότι δεν ημπορούσε πλέον, ούτε να τυραννήσει την κόρη της, ούτε και να φέρνουν αποτέλεσμα οι σατανικές συκοφαντίες της. Ο Διάβολος τότε έβαλε στο μυαλό της το έξης σχέδιο. Πήγε στον Πειραιά και παρουσιάσθηκε στον ανακριτή και άρχισε με κλάματα, που άφθονα της έδιδε ο Σατανάς, να διηγείται την τραγωδία της.

«Έχω μια κόρη ωραιότατη δέκα οκτώ χρόνων. Εγώ ξέρω η άμοιρη πως την μεγάλωσα, με τι στερήσεις, με τι βάσανα. Μα, τώρα μου την ξεστράτισαν από τον ίσιο δρόμο. Είναι στην Αίγινα στο γυναικομονάστηρο ένας καλόγερος, που τάχα ασκητεύει, μα έχει τις καλόγριες ερωμένες του και ρίχνει τα παιδιά, που κάνουν, σ’ ένα πηγάδι. Αυτός ο κακούργος μου ξεμυάλισε το κορίτσι μου και το πήρε στο Μοναστήρι. Θα το καταστρέψει. Τρέξτε, σωστέ το παιδί μου… ». Και ήταν ο λόγος της τόσο πειστικός και τα δάκρυα της και οι λυγμοί της τόσοι, που συγκίνησαν τον ανακριτή και τον έπεισαν ότι πράγματι έτσι είναι. Πήρε την κατάθεσή της και σηκώθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα έφθασε στην Αίγινα και κτύπησε την πόρτα του Μοναστηρίου συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες. Σχεδόν παραβίασε την πόρτα, καταπατήσας τους κανονισμούς του Μοναστηρίου και επήγε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι καλόγριες αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε «Κύριε, ελέησον». Ο Δεσπότης σηκώθηκε να τον υποδεχτεί με το συνηθισμένο χριστιανικό χαμόγελο του. Μα, ο ανακριτής αναμμένος από το θυμό, είπε απότομα στον Γέροντα – θα ήταν τότε έως εβδομήντα πέντε χρόνων. -Βρε καλόγερε, που είναι το πηγάδι, που ρίχνεις τα μούλικα, που κάνεις με τις καλόγριες ;» Εκείνος κάθισε στην καρέκλα με το γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Λέξη πλέον δεν είπε. Ο Ανακριτής σκύλιαζε, απειλούσε, να του ξεριζώσει τα γένια, χειρονομούσε, εφώναζε. Ο Άγιος χαμογελούσε γλυκά, είχε υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό και προσευχόταν για το δυστυχή ανακριτή, που τον είχε πλανήσει η «κερού». Ένας θρήνος απλώθηκε σ’ όλο το Μοναστήρι. Όταν ο ανακριτής έφυγε απειλώντας τα πάντα, οι αδελφές μαζεύτηκαν στο κελλί του Αγίου. Έκλαιαν. Μια από αυτές τόλμησε να μιλήσει. «Να τον καταγγείλουμε τον κακόν άνθρωπο, Σεβασμιότατε» είπε. Μα αμέσως ο Άγιος απήντησε. «Τόσον καιρό σας διδάσκω, να πιστεύετε, ότι ο Θεός, διευθύνει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του τίποτε δεν γίνεται και σεις χάσατε την υπομονή σας ; Μη κλονίζεσθε. Δοξάσατε του Θεού το Όνομα πάντων ένεκεν». «Μα, σεις, Σεβασμιότατε – τόλμησαν να προσθέσουν μερικές – δεν έπρεπε να απολογηθείτε ;…» Ο Άγιος απάντησε ήρεμα : «Υπέρ εμαυτού ουκ απολογήσομαι. Προσευχηθείτε υπέρ του άνθρωπου αυτού. Και δι’ αυτόν εσταυρώθη ο Κύριος». Σήκωσε τα βλέμματα του προς τον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται και πάλι.

Το κορίτσι της «κερούς» κλήθηκε από το δικαστήριο και εξετάστηκε από τον Νικόλαο Αλεξ. Πετσάλη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της μαιευτικής και γυναικολογίας και βρέθηκε παρθένος. Στο αρχείο της Μονής της Αγίας Τριάδος σώζεται η γνωμάτευση του, με την οποία καταρρίφθηκε η κατά του Αγίου συκοφαντία και ήταν αποστομωτική απάντηση σε όσους επιχείρησαν να κατηγορήσουν τον αγιότατο πατέρα της Εκκλησίας. Όπως αφηγούνται παλαιότερες μοναχές ο ανακριτής που μίλησε με εκείνο το συκοφαντικό και ασεβή τρόπο αρρώστησε βαριά. Αισθανόμενος φοβερούς πόνους ζήτησε να τον μεταφέρουν στον Άγιο Νεκτάριο για να τον συγχωρήσει και να τον θεραπεύσει. Έπεσε στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε μαζί με τη σύζυγό του να τον ελεήσει. Ο Άγιος ως ανεξίκακος και μακρόθυμος τον συγχώρησε και παρεκάλεσε τον Θεόν για τη θεραπεία του.

( Ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920)
Επιμέλεια Αρχιμανδρίτου Τίτου Ματθαιάκη, Αθήναι 1955)

Δεν υπάρχουν σχόλια: